- τρύχωσις
- -ώσεως, ἡ, Α [τρυχῶ]εξάντληση δυνάμεων, καταπόνηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρυχώσεις — τρῡχώσεις , τρύχωσις exhaustion fem nom/voc pl (attic epic) τρῡχώσεις , τρύχωσις exhaustion fem nom/acc pl (attic) τρῡχώσεις , τρυχόομαι aor subj act 2nd sg (epic) τρῡχώσεις , τρυχόομαι fut ind act 2nd sg τρυχόω wear out aor subj act 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)